σώγαμπρος — ο αυτός που μένει στο σπίτι της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγγαμώ — ἐγγαμῶ ( έω) (Α) ανήκω σε κάποια οικογένεια μετά τον γάμο μου, μπαίνω σώγαμπρος … Dictionary of Greek