σώγαμπρος

σώγαμπρος
ο, Ν
γαμπρός που κατοικεί στο σπίτι τής οικογένειας τής συζύγου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *εσώ-γαμπρος (< έσω + γαμπρός) με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σώγαμπρος — ο αυτός που μένει στο σπίτι της γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγγαμώ — ἐγγαμῶ ( έω) (Α) ανήκω σε κάποια οικογένεια μετά τον γάμο μου, μπαίνω σώγαμπρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”